χρονογράφῳ

χρονογράφῳ
χρονόγραφος
chronicler
masc dat sg
χρονογράφος
masc/fem/neut dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • χρονογραφώ — χρονογραφῶ, έω, ΝΜ [χρονογράφος] είμαι χρονογράφος νεοελλ. 1. (στη δημοσιογρ.) συντάσσω χρονογραφήματα 2. μετρώ με χρονογράφο …   Dictionary of Greek

  • χρονογραφώ — χρονογραφώ, χρονογράφησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • χρονογραφώ — 1. γράφω χρονογραφήματα. 2. μετρώ με το χρονογράφο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”